ορνιθοτυφλιά

ορνιθοτυφλιά
η куриная слепота (болезнь)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορνιθοτυφλιά" в других словарях:

  • ορνιθοτυφλιά — ορνιθοτυφλιά, η και κοτοτυφλιά, η πάθηση της όρασης, αλλ. νυκταλωπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορνιθοτυφλία — η παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών κατά την οποία η όραση είναι ισχυρότερη στο σκοτάδι παρά στο δυνατό φως, νυκταλωπία …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτυφλότης — ὀρνιθοτυφλότης, ἡ (Μ) η ορνιθοτυφλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τυφλότης (< τυφλός)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοτύφλωμα — ὀρνιθοτύφλωμα, τὸ (Μ) η ορνιθοτυφλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τύφλωμα] …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»